Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἱ ἡγούμενοι

См. также в других словарях:

  • ἡγούμενοι — ἡγέομαι go before pres part mid masc nom/voc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλουνιανοί — Θρησκευτική αδελφότητα του τάγματος των Βενεδικτίνων. Οι Κ. έλαβαν την ονομασία τους από το Κλινί (βλ. λ.), γαλλική πόλη στην περιοχή του Ροδανού ποταμού, ενώ η αδελφότητά τους ιδρύθηκε το 910 από τον άγιο Μπερνόν. Πραγματικός, ωστόσο, ιδρυτής… …   Dictionary of Greek

  • ИГУМЕН — [греч. ὁ ἡγούμενος управитель, руководитель], начальник мон ря; в РПЦ титул, присваиваемый как иерархическая награда иеромонахам (соответствует протоиерею белого духовенства). В НЗ слово ἡγούμενος обозначает вообще начальствующего («Но кто из вас …   Православная энциклопедия

  • Пресвитер — (πρεσβύτερος, presbyter) древнейшее каноническое (т. е. усвоенное древним церковным законодательством правилами апостолов, вселенских и поместных соборов,) название второй степени христианского таинства священства (у нас в России ныне в церковных …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Пресвитер — Христианство Портал:Христианство Библия Ветхий Завет · Новый Завет …   Википедия

  • PAPA — I. PAPA nomen olim commune omnium Episcoporum, quos nude Fapas appellabant: Papiae. Admirabilis, maior, pater et custos. Hinc Veter. Eipstolae Epifcopis in scriptae, Domino Papae N. salutem, ut patet ex Augustino Ep. 13. 18. 222, 256. Hieronymo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αβάς — O ηγούμενος του αβαείου, δηλαδή μεγάλου μοναστηριού της καθολικής εκκλησίας. Επίσης, τίτλος των επισκόπων της συριακής και της κοπτικής εκκλησίας. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες χρησιμοποιούσαν τον όρο ως τιμητική προσαγόρευση των μοναχών. H… …   Dictionary of Greek

  • ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ …   Dictionary of Greek

  • ισοκίνδυνος — ἰσοκίνδυνος, ον (Α) 1. αυτός που αντιμετωπίζει τον ίδιο κίνδυνο με άλλον 2. ικανός να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, αξιόμαχος («ἰσοκινδύνους ἡγούμενοι», Θουκ.). επίρρ... ἰσοκινδύνως (Α) με τον ίδιο κίνδυνο …   Dictionary of Greek

  • κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… …   Dictionary of Greek

  • πάροδος — (I) η, ΝΜΑ 1. η αφηρημένη έννοια τού παρέρχομαι, η παρέλευση, το πέρασμα (α. «η πάροδος τού κινδύνου» β. «πάροδος τού χρόνου», Πορφ.) 2. στενή οδός, δίοδος, διάβαση, διέλευση, μονοπάτι (α. «υπάρχει πάροδος ανάμεσα στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»